Το 60, το 70 και το 80 ήταν οι χρυσές εποχές…
Ο Δράκος του Σέιχ Σου ήταν τελικά ο Αριστείδης Παγκρατίδης; Μεγάλωσε χωρίς πατέρα, ο γιος παραδουλεύτρας έπινε και εκδιδόταν – Τον εκτέλεσαν ξημερώματα (φωτό & βίντεο)
Ήταν 16 Φεβρουαρίου 1968 στις 07:05′ το πρωί, ο Παγκρατίδης εκτελέστηκε από απόσπασμα της Χωροφυλακής σε μια τοποθεσία του δάσους του Σέιχ -σου, κοντά στον τόπο που διέπραξε τα εγκλήματά του.
Η ιστορία ενός πραγματικού δολοφόνου ή ενός ιδανικού θύτη;
Στις 2 Ιουνίου 1965 ο Αριστείδης Παγκρατίδης παραπέμπεται σε δίκη για δολοφονία εκ προθέσεως, ασέλγεια και κλοπή. Είχε προηγηθεί η σύλληψή του με την κατηγορία ότι είναι ο διαβόητος Δράκος του Σέιχ Σου.
Η ιστορία του μανιακού δολοφόνου που συντάραξε την κοινωνία της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Η πόλη νοσούσε από τα εμφύλια πάθη που ακόμα μαίνονταν, την ηχηρή απουσία του εβραϊκού πληθυσμού που εξολοθρεύτηκε από τους Ναζί αλλά και την ανάδυση ενός ακροδεξιού παρακράτους που έκανε κουμάντο μέσα από τις σκιές.
Ένας κατά συρροήν δολοφόνος ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε ανάγκη η Θεσσαλονίκη εκείνο τον καιρό.
Τα εγκλήματα
Η δράση του Δράκου του Σέιχ Σου ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1957. Ένας άγνωστος προσπαθεί να βιάσει μια καθηγήτρια του Αμερικάνικου Κολεγίου, που σώθηκε από περαστικούς.
Το Φεβρουάριο του 1958, στην περιοχή του δάσους, μια νεαρή γυναίκα δέχεται επίθεση με πέτρα από κάποιον άγνωστο. Εκείνη την ώρα ένα αυτοκίνητο ανέβαινε στο δάσος και έτρεψε σε φυγή τον δράστη.
Τον Οκτώβριο, σύζυγος στρατιωτικού με τον σοφέρ εραστή της δέχονται επίθεση με πέτρα, ενώ ένα μήνα αργότερα στην ίδια περιοχή δέχεται επίθεση κι άλλο ζευγάρι. Ο διοικητής της αστυνομίας Θεσσαλονίκης Νίκος Μουσχουντής, αρχίζει να ερευνά ο ίδιος την περιοχή κάθε βράδυ.
Την επόμενη χρονιά η δράση κλιμακώνεται. Στις 19 Φεβρουαρίου 1959 ο δράστης επιτίθεται με πέτρα σε ένα ζευγάρι στο δάσος, τους τραυμάτισε βαριά και τους λήστεψε. Ήταν ο 30χρονος λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου και η συνομήλικη ερωμένη του Ελεονόρα Βλάχου. Τα ρούχα της κοπέλας ήταν σκισμένα καθώς ο δράστης προσπάθησε να την βιάσει. Η παγωνιά σταμάτησε την αιμορραγία των θυμάτων κι έτσι οι γιατροί κατάφεραν να τους σώσουν.
Στις 6 Μαρτίου 1959, στην περιοχή Μίκρα Θεσσαλονίκης βρίσκονται νεκροί ο 31χρονος ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραΐσης και η ερωμένη του, Ευδοκία Παληογιάννη. Ο Ραΐσης είχε πάει στο ραντεβού με το στρατιωτικό τζιπ, την στολή και οπλοφορώντας. Ο άγνωστος δράστης ληστεύει το ζευγάρι και βιάζει την γυναίκα, αφού τους επιτέθηκε με πέτρες.
Στις 3 Απριλίου 1959 ένας άγνωστος, γύρω στα 24 με 26, μπήκε στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, όπου βρισκόταν ένα σπιτάκι. Εκεί σκοτώνει την ράπτρια και φοιτήτρια νοσοκόμα, Μελπομένη Πατρικίου. Φεύγοντας πέφτει πάνω στην συγκάτοικό της, Φανή Τσαμπάζη, την οποία προσπαθεί να βιάσει.
Η αστυνομία δέχεται βροχή καταγγελιών. Ο ένοχος όμως είναι άφαντος κι αυτό την κάνει να φαίνεται ανεπαρκής. Γι’ αυτό επικηρύσσει τον «δράκο του Σέιχ Σου» με 100.000 δρχ, είτε για την σύλληψη είτε για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στην σύλληψή του.
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, Αρίστος για τους φίλους, γεννήθηκε το 1940 και μεγάλωσε χωρίς πατέρα.
Ο τελευταίος δολοφονήθηκε το 1945 από αντάρτες στα πλαίσια της εμφύλιας διαμάχης. Ήταν ο μικρότερος γιος μίας παραδουλεύτρας.
Κακοποιήθηκε σεξουαλικά σε ηλικία μόλις δέκα ετών. Ήταν σχεδόν αγράμματος και ζούσε κάνοντας δουλειές του ποδαριού – από οικοδόμος μέχρι λούστρος, από χαμάλης μέχρι βοηθός Λούνα Παρκ.
Για την ηθική της εποχής -λίγο πριν την δικτατορία-, ο Παγκρατίδης ήταν το ιδανικό «ρεμάλι» για να του φορτώσουν κάθε πιθανό χαρακτηρισμό και κάθε απίθανη κατηγορία. Άλλωστε ήταν τελείως ανήμπορος να αντιδράσει
Ήταν λιποτάκτης από τον στρατό. Έκανε χρήση ουσιών κι έπινε πολύ. Ήταν ψυχολογικά τραυματισμένος και ασταθής. Πουλούσε το κορμί του για ένα κομμάτι ψωμί, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε στην ομολογία του μπροστά στο δικαστήριο.
Ήταν, σε απλά λόγια ο ιδανικός θύτης. Ένας αποδιοπομπαίος τράγος που κανείς δεν θα έκλαιγε για αυτόν.
Ο Δράκος του Σέιχ Σου και η δολοφονία Λαμπράκη
Οι επιθέσεις του Δράκου του Σέιχ Σου σταματούν ξαφνικά και για 5 χρόνια δεν σημειώθηκε καμιά επίθεση. Η ιστορία ξεχνιέται και ο κόσμος ηρεμεί.
Στις 22 Μαΐου 1963 όμως δολοφονείται ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης από παρακρατικούς, που συνεργάζονται με την αστυνομία.
Η Θεσσαλονίκη, μετά από αυτό, ξαναφέρνει στην επιφάνεια και τον ασύλληπτο Δράκο του Σέιχ Σου. Μέσα σε αυτό το κλίμα, τον Δεκέμβριο του 1963, συλλαμβάνεται ο Αριστείδης Παγκρατίδης.
Ο Θωμάς Κοροβίνης, συγγραφέας του «Γύρου του θανάτου», που είναι εμπνευσμένο από την υπόθεση Παγκρατίδη, λέει: «η Θεσσαλονίκη της εποχής χαρακτηρίζεται από ένα παρακράτος – απομεινάρια των ταγματασφαλιτών και Χητών- που εκφοβίζει την πόλη με τον αέρα φυσικά που του δίνει η Ασφάλεια. Η οργάνωση Καρφίτσα, που λύνει και δένει, αποτελείται από ρουφιάνους και μάγκες που αποθρασύνονται και κάνουν ο,τι θέλουν. Στους κόλπους της κυοφορούνται οι δολοφόνοι του Λαμπράκη. Ο Παγκρατίδης συλλαμβάνεται λίγο μετά την δολοφονία του βουλευτή και αποδεικνύεται για την Ασφάλεια η ιδανική περίπτωση να στρέψουν τα βλέμματα του κόσμου από ένα έντονα πολιτικό θέμα σε ένα κοινωνικό».
Η σύλληψη του Αριστείδη Παγκρατίδη
Στις 3:00 τα χαράματα της 7ης Δεκεμβρίου 1963, ο Παγκρατίδης μπήκε κρυφά, υπό την επήρεια αλκοόλ και ουσιών, στο ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος» με σκοπό να ασελγήσει πάνω σε κάποιο κορίτσι – κάτι που δεν αρνήθηκε ποτέ.
Κρατούσε μαζί του μία πέτρα. Παρότι δεν ολοκλήρωσε ποτέ την πράξη του, οι αρχές τον συνέλαβαν λίγο αργότερα για την απόπειρα. Όλες οι ενδείξεις ήταν εναντίον του.
Η αστυνομία είχε βρει το τέρας που έψαχνε. Οι εφημερίδες, από την πρώτη στιγμή συνδυάζουν τον Παγκρατίδη με τον άγνωστο εγκληματία, επονομαζόμενος «Δράκος του Σέιχ Σου». Η Θεσσαλονίκη μπορούσε να κοιμάται πια ήσυχη.
Η ανάκριση, τα βασανιστήρια και η… ομολογία
Επί πέντε ολόκληρες μέρες και νύχτες από τη στιγμή της σύλληψής του, ο Παγκρατίδης ανακρίνεται.
Σημαντικά στοιχεία δεν προσκομίστηκαν ποτέ, όπως ταύτιση αίματος ή οι τρίχες που βρέθηκαν στα χέρια των θυμάτων.
Επίσης δεν υπολόγισαν την κατάθεση δύο νοσοκόμων που ήρθαν σε οπτική επαφή με τον δράκο ότι δεν τον αναγνώρισαν.
Κλήθηκαν για αναγνώριση επιζώντες των επιθέσεων του «δράκου» αλλά κανένας δεν τον αναγνώρισε
Η επιμονή ενός χωροφύλακα ότι το αυτοκίνητο του ίλαρχου Ραΐση μετακινήθηκε από τα πτώματα, ενώ ο Παγκρατίδης δεν ήξερε να οδηγεί, επίσης αποσιωπήθηκε και τη γυναίκα ενός αξιωματικού που είδε τις ύποπτες κινήσεις αντρών στην περιοχή του Σέιχ Σου την έβγαλαν τρελή.
Οι καταγραφές που υπάρχουν σχετικά με τις ανακρίσεις είναι φρικιαστικές: Καταπάτηση κάθε δικαιώματος, βασανιστήρια, πείνα, δίψα κι ένας κρατούμενος που στο τέλος ήταν διατεθειμένος να ομολογήσει οτιδήποτε για να ξεφύγει από το μαρτύριο. Ήταν μία εποχή που το μακρύ χέρι του νόμου ασελγούσε με ευκολία πάνω στους κρατούμενους – πολιτικούς και ποινικούς.
Ο Παγκρατίδης γνωστοποίησε στους δικηγόρους του, πως υπεβλήθη σε σωματική και ψυχική κακοποίηση. Συγκεκριμένα είπε ότι: «στις 9 το βράδυ της μέρας που λένε πως ομολόγησα με βάλανε σε ένα δωμάτιο που έσταζε νερό. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου μου έδωσαν να φάω ένα παξιμάδι μόνο. Εκεί με κράτησαν όρθιο ως τις 10 το πρωί. Ζητούσα νερό και δεν μου δίνανε. “Πες μας” μου έλεγαν, “ότι είσαι ο δράκος και θα σου δώσουμε”…..Στο μεταξύ από τη δίψα κόντεψα να τρελαθώ. Ωσπου μια στιγμή δεν άντεξα. “Δώστε μου νερό”, είπα, “και θα σας πω ότι θέλετε”. …».
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1963 ο Παγκρατίδης θα ομολογήσει τα εγκλήματα για τα οποία τον κατηγορούν. Η είδηση δεν θα δοθεί στο κοινό, παρά τρεις μέρες αργότερα, – στις 15 Δεκεμβρίου – αφού εν τω μεταξύ, η Αστυνομία είχε πάρει πλήρη ομολογία με πολλές άγνωστες λεπτομέρειες και είχε αναπαραστήσει και τα τρία εγκλήματα.
Η πρώτη δίκη
Στις 5 Οκτωβρίου 1964, ενώ ακόμα γίνονται ανακρίσεις για την υπόθεση του «δράκου του Σέιχ Σου», ο Αριστείδης Παγκρατίδης δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης για την απόπειρα βιασμού στο ορφανοτροφείο.
Κατέθεσαν το θύμα, άλλες τρόφιμοι και φίλοι του Παγκρατίδη. Οι φίλοι του είπαν ότι έπιναν όλοι σε μια ταβέρνα και όταν έφυγε ήταν μεθυσμένος. Έτσι, οι δικηγόροι έπεισαν τους ενόρκους να αλλάξουν την κατηγορία από «απόπειρα βιασμού» σε «εξαναγκασμό σε ασέλγεια».
Το δικαστήριο επέβαλε στον Παγκρατίδη ποινή κάθειρξης 9 ετών, 5ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και αποζημίωση 7.000 δρχ. στο θύμα.
Η νέα δίκη και η καταδίκη
Η νέα δίκη ξεκίνησε την Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 1966 στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης. Πρόεδρος ήταν ο εφέτης Αλετράς, σύνεδροι οι επίσης εφέτες Κουνουγέρης, Κόλλας, Γραφιανάκης και Παπαγιάννης. Εισαγγελέας ήταν ο αντί-εισαγγελέας Εφετών Μιχάλης Σγουρίτσας, ενώ ως πολιτική αγωγή ήταν οι δικηγόροι του Παναγιώτη Αθανασίου και της οικογένειας του ίλαρχου Ραΐση.
Την πρώτη μέρα εξετάστηκαν οι επιζώντες των επιθέσεων αλλά δεν αναγνώρισαν τον Παγκρατίδη. Ούτε οι στρατιώτες, που βρήκαν τα πτώματα του ίλαρχου και της φίλης του τον αναγνώρισαν.
Την επόμενη μέρα καταθέτουν άτομα του περιβάλλοντος του Παγκρατίδη και ο υφηγητής Νευρολογίας και Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αγ. Διακογιάννης. Στην κατάθεσή του υποστηρίζει ότι ο κατηγορούμενος είχε ήρεμη ψυχική συνείδηση κατά την ομολογία του. Τις επόμενες δυο μέρες κατέθεσαν οι αστυνομικοί που αρνήθηκαν ότι άσκησαν πίεση.
Στις 14 Φεβρουάριου οι δικηγόροι του Παγκρατίδη, έχοντας αντιμετωπίσει την απόρριψη 13 αιτήσεων για διάφορα θέματα, όπως αποτυπώματα, μάρτυρες κ.α., αν και στις 5 από αυτές ήταν σύμφωνος και ο εισαγγελέας, δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αφού ακόμα και ο πρόεδρος παρενέβαινε συνεχώς στην εξέταση μαρτύρων, και παραιτήθηκαν. Το δικαστήριο όρισε νέους συνηγόρους και διέκοψε για μια μέρα. Στις 16 Φεβρουαρίου, οι συνήγοροι επέστρεψαν. Ο ένας συνήγορος κατέθεσε αργότερα ότι δεχόταν απειλές για την ζωή του.
Στις 17 Φεβρουαρίου, καταθέτει ο χρυσοχόος Παγκράτης Παγκρατίδης, αδερφός του κατηγορούμενου. Κατονόμασε ως δράστη των εγκλημάτων τον Αίαντα Σκλαβούνο. Το δικαστήριο αρνήθηκε όμως αυτή την εκδοχή ως μη έχουσα άμεση σχέση με την δίκη. Μετά από διάφορες εντάσεις οι συνήγοροι του Παγκρατίδη παραιτήθηκαν ξανά, γιατί στερούνταν ουσιωδών μέσων για να κάνουν την δουλειά τους. Το δικαστήριο έδωσε προθεσμία στους νέους δικηγόρους, Γερογιάννη και Κατσαούνη, ως τις 22 Φεβρουαρίου για να ετοιμάσουν τις αγορεύσεις τους.
Στις 22 Φεβρουαρίου, ο Αριστείδης Παγκρατίδης αρνείται να απολογηθεί. Ο εισαγγελέας είναι σίγουρος ότι είναι ένοχος αλλά δεν πρέπει να του επιβληθεί η θανατική ποινή, αφού δεν απειλείται η ασφάλεια της χώρας, αλλά η ισόβια κάθειρξη και η δεκαετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Το δικαστήριο, αφού συνεδρίασε 1 ώρα, κήρυξε ένοχο τον Αριστείδη Παγκρατίδη για όλες τις κατηγορίες. Παρά την πρόταση του εισαγγελέα για 4 φορές ισόβια του επιβλήθηκε 4 φορές θάνατος για τις ληστείες, ισόβια για την απόπειρα ληστείας και χρηματική αποζημίωση για τον Παναγιώτη Αθανασίου και την οικογένεια του ίλαρχου Ραΐση.
Η εκτέλεση
Ο Παγκρατίδης έμεινε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ για 2 χρόνια, μέχρι τη μέρα της εκτέλεσης του, στις 16 Φεβρουαρίου του 1966. Οι τελευταίες ώρες ήταν δραματικές. Ένας ιερέας ήταν μαζί του για να τον εξομολογήσει. Ο Παγκρατίδης παραδέχτηκε ότι έκλεβε και πουλούσε το κορμί του σε άντρες αλλά επέμενε, κλαίγοντας ότι δεν σκότωσε ποτέ.
Ο τόπος εκτέλεσης ήταν στο δάσος του Σέιχ Σου. Παρόντες μεταξύ ελαχίστων ήταν ο εμβληματικός φωτορεπόρτερ Γιάννης Κυριακίδης και ο 19χρονος τότε δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας.
Όταν έφτασαν στον τόπο εκτέλεσης, στις 7 το πρωί, ο Αριστείδης Παγκρατίδης ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Όταν ο αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα, ο Παγκρατίδης φώναζε:
«Μανούλα μου γλυκιά είμαι αθώος, αθώος, αθώος…»
Αφού διαπιστώθηκε ο θάνατος του, η νεκροφόρα του δήμου και ένα περιπολικό πήγαν στο νεκροταφείο της Εξοχής Θεσσαλονίκης, όπου και έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή του. Δεν είχε ειδοποιηθεί κανένας από την οικογένεια. Έμαθαν τα νέα από τις απογευματινές εφημερίδες.
Τη μητέρα του Παγκρατίδη ενημέρωσε ο Κώστας Τσαρούχας.
Αθώος ή ένοχος;
Η περίπτωση του Αριστείδη Παγκρατίδη δεν έπαψε ποτέ να σιγοβράζει στην συνείδηση των Θεσσαλονικέων, έχοντας πάρει διαστάσεις μύθου. Καμία δημοκρατικά ελεγμένη κυβέρνηση δεν έκανε κινήσεις για αναψηλάφηση της δίκης και η υπόθεση έχει καταχωρηθεί στις μεγάλες δικαστικές πλάνες.
Ο Παγκρατίδης ανακάλεσε την ομολογία του ισχυρίστηκε ότι ελήφθη κατόπιν ψυχολογικών πιέσεων και σωματικής βίας και μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσής του παρέμεινε σταθερός υποστηρίζοντας την αθωότητά του. Έκτοτε και μέχρι σήμερα το αν ήταν αθώος ή ένοχος παραμένει αμφισβητούμενο, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν ότι ήταν αθώος τελικά.
Έντονες φήμες ήθελαν ως πραγματικό «δράκο» τον νεαρό μανιοκαταθλιπτικό επιστήμονα Αίαντα Σκλαβούνο, του οποίου η οικογενειακή έπαυλη γειτνίαζε με το Σέιχ Σου, αλλά διάφορα στοιχεία κατέρριψαν την ενοχή του.
Άλλοι ήθελαν να είναι περισσότεροι από ένας ο δράστης, ένας βιομήχανος με τον οδηγό του, τον οποίο φυγάδευσε στην Αμερική ενώ ο ίδιος ζει έκτοτε στην Αθήνα.
Επίσης ακούστηκαν υποψίες για τον γιό γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας.
Υπόθεση Παγκρατίδη: Τηλεόραση, σινεμά, βιβλία, θέατρο
Το 1989, γυρίστηκε η τηλεοπτική σειρά 7 επεισοδίων «Αθώος ή ένοχος», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του δημοσιογράφου Κώστα Τσαρούχα.
Την ίδια χρονιά η σειρά έγινε ταινία σε σενάριο του Γιάννη Τζιώτη, σκηνοθεσία Δημήτρη Αρβανίτη και πρωταγωνιστή τον Σπύρο Δρόσο, που προτάθηκε για το βραβείο 1ου ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Μπέζο.
Το 2006, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κώστα Τσαρούχα «Ο δράκος που διέφυγε. Υπόθεση Παγκρατίδη: Μια αστυνομική πλεκτάνη, μια δικαστική πλάνη, μια άδικη εκτέλεση» από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
Το 2011, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου» από τις εκδόσεις «Άγρα». Είναι μια μυθιστορηματική βιογραφία του Παγκρατίδη, που βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
Το 2013, το βιβλίο μεταφέρθηκε στο θέατρο από το Κ.Θ.Β.Ε. σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Από το 2018 μέχρι και 2020, όταν και έκλεισαν τα θέατρα λόγω πανδημίας, παιζόταν στο θέατρο «Άνεσις» του Νέου Κόσμου μια ακόμα θεατρική διασκευή του ίδιου μυθιστορήματος με τίτλο «Αρίστος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, με τους Φιλαρέτη Κομνηνού, Μιχάλη Οικονόμου και Γιάννη Λεάκο.
Πηγή: cityportal