Η Μαρία Κάλλας είναι αναμφισβήτητα μία από τις πλέον εμβληματικές…
Topwoman η Καλλιρρόη Παρρέν, η πρώτη Ελληνίδα που πάλεψε για τα δικαιώματα των γυναικών – Tην λοιδόρησαν, την εξύβρισαν
Η ανδροκρατούμενη κοινωνία άρχισε να παίρνει στα σοβαρά τη γυναίκα, ύστερα από τις δικές της μάχες σε στήλες εφημερίδων και πολιτικά γραφεία, ενώ και πάλι μετά τα δικά της πύρινα διαβήματα θα επέτρεπε τελικά η κυβέρνηση Δηλιγιάννη τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο. «Είμαι ευτυχής και ήσυχη πλέον μπορώ να αναπαυθώ, εφ’ όσον αισθάνομαι ότι αφήνω μίαν ανθηράν βλάστησιν της σποράς, την οποίαν εμείς, αι ολίγαι πρωτοπόροι, εσπείραμεν εις την τότε άγονον και πετρώδη γην και είμαι βεβαία ότι από σας, καλαί μου συνεργάτιδες, θα δημιουργηθή η τελεία γυναίκα της αύριον», όπως έκλεισε τον επίλογο της ζωής της η λαμπρή αυτή αγωνίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Καλλιρρόη Παρρέν.
Συγγραφέας, εκδότρια και προσωπικότητα πολύπλευρη, η Καλλιρρόη Παρρέν ήταν πρωτοπόρος σε όλα της, καθώς μεγάλωσε σε μια κοινωνία όπου βασίλευε η φαλλοκρατία και οι Ελληνίδες αντιμετώπιζαν ένα σωρό απαγορεύσεις στην οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Όλα αυτά βέβαια μέχρι να αναλάβει δράση η φοβερή Καλλιρόη, η οποία πάλεψε λυσσαλέα για να αποτινάξει από τη γυναίκα τον ρόλο του περιθωρίου και τα κατάφερε με τρόπο βαρύγδουπο!
Στη ζωή της έκανε ισχυρούς εχθρούς, όπως τον Εμμανουήλ Ροΐδη, αλλά και μέτρησε φανατικούς υπέρμαχους του αγώνα της, όπως οι Κωστής Παλαμάς και Γρηγόριος Ξενόπουλος, καθώς η μάχη που έδινε κόντρα στο αντρικό κατεστημένο μόνο άνιση θα μπορούσε να είναι.
Αν και η δράση της δεν εξαντλήθηκε στην υπεράσπιση του γυναικείου ζητήματος, καθώς η σύζυγος του ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, Ιωάννη Παρρέν, ίδρυσε το Λύκειον των Ελληνίδων το 1911 και αναβίωσε τον θεσμό των αρχαίων Ανθεστηρίων στη νεοελληνική Αθήνα, καθώς οι ρομαντικές πρωτοβουλίες της πρωτοπόρου αυτής φεμινίστριας τέλος δεν είχαν. Η Παρρέν αποζητούσε την επιστροφή στις ρίζες και τα ιδανικά της ελληνικής φυλής και αυτό ήταν ακριβώς το κίνητρο ακόμα και πίσω από το Λύκειον των Ελληνίδων: «Ο μεταξύ γυναικών των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνών σύνδεσμος προς εξυπηρέτησιν και προστασίαν αυτών και προς αναγέννησιν και διατήρησιν των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων».
Η Παρρέν έζησε σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου και η γυναικεία χειραφέτηση ήταν ένα όνειρο απατηλό, αν και μετά το πέρασμά της από τον κόσμο τόσο το βιοτικό όσο και το μορφωτικό επίπεδο της Ελληνίδας θα είχαν αλλάξει άρδην. Ο κόσμος πια της ανήκε και είχε την Παρρέν να ευγνωμονεί για την πρώτη αυτή χάραξη του δρόμου…
Πρώτα χρόνια
Η Καλλιρρόη Σιγανού γεννιέται το 1861 σε χωριουδάκι του Ρεθύμνου, αν και σε ηλικία 6 ετών η αστική οικογένεια θα μετακομίσει στην Αθήνα, όπου ο πατέρας της θα διατηρήσει τη θέση του προέδρου της Επιτροπής Κρητών Προσφύγων. Η Καλλιρόη αποκτά γλωσσομάθεια και καλλιέργεια φοιτώντας στη Σχολή Σουρμελή (Πειραιάς) και κατόπιν στη γαλλική Σχολή Καλογραιών, αποφοιτώντας το 1878 από το Αρσάκειο με άριστα.
Το πνεύμα και η αφοσίωσή της στην εκπαίδευση θα τη φέρουν αμέσως διευθύντρια του παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό, όπου θα παραμείνει για τα επόμενα δύο χρόνια. Επιστρέφοντας και πάλι στην Αθήνα, είναι η στιγμή του μεγάλου έρωτα με τον Ιωάννη Παρρέν, κωνσταντινουπολίτη δημοσιογράφο γαλλικής καταγωγής και ιδρυτή μετέπειτα του Αθηναϊκού Πρακτορείου.
Ο Παρρέν θα τη συστήσει σε όλες τις προβεβλημένες προσωπικότητες του πνεύματος και των γραμμάτων, καθώς το σαλόνι του λόγιου και δημοσιογράφου κατακλυζόταν συνεχώς από υψηλούς προσκεκλημένους. Η επαφή με τις σπουδαίες αυτές προσωπικότητες της εποχής θα της γεννήσει τη δίψα για πνευματική τροφή και πλέον αποζητά με πάθος την ενημέρωση πάνω σε πολιτικο-κοινωνικά θέματα: «Παρακολουθούσα τας συζητήσεις των δημοσιογράφων και σιγά σιγά εξύπνησε μέσα μου και πάλιν ο πόθος να γράψω, όπως αυτοί, όχι μόνον για τον εαυτόν μου αλλά και για τους άλλους»…
Η δημοσιογράφος Παρρέν και η έκδοση της «Εφημερίς των Κυριών»
Το ημερολόγιο έγραφε 8 Μαρτίου 1887 όταν θα γραφτεί η μεγαλύτερη στιγμή του ελληνικού φεμινισμού: εντυπωσιασμένη η Παρρέν από τον αγώνα των σουφραζέτων σε Ευρώπη και ΗΠΑ, αποφασίσει να εκδώσει μια εβδομαδιαία εφημερίδα ως αποκλειστικά γυναικείο έντυπο: θα το έγραφαν και θα το διάβαζαν μόνο οι κυρίες! Η «Εφημερίς των Κυριών» την καθιερώνει ως την πρώτη ελληνίδα δημοσιογράφο και εκδότρια, καθώς η απόπειρα στέφεται από επιτυχία, φτάνοντας να πουλά περισσότερα από 5.000 αντίτυπα στα 30 χρόνια της δράσης της!
Η Παρρέν πλαισίωσε τη συγγραφική ομάδα με γυναίκες του πνεύματος και της τέχνης και η ίδια γράφει πύρινα κείμενα με το ψευδώνυμο «Εύα Πρενάρ» (αναγραμματισμός του επιθέτου της), στοχεύοντας στην πνευματική και κοινωνική ανύψωση της γυναίκας μέσω της παροχής ίσων δικαιωμάτων στην εκπαίδευση και την εργασία: «Η Ελληνίς δύναται να αναλάβη τον της αναπτύξεως της αγώνα μόνη, μη προσδοκούσα εν τω σταδίω τούτω το παράπαν την συνδρομή του ανδρός διότι ούτος αδιαφορεί και εν τω εγωισμώ του εν μόνο βλέπει, εν επιθυμεί και θέλει, την δουλικήν της γυναικός υποταγήν εις τα νεύματά του», γράφει ήδη από το πρώτο φύλλο της ριζοσπαστικής εφημερίδας της. Το πρώτο αυτό φύλλο κυκλοφόρησε σε 3.000 αντίτυπα, που έγιναν άμεσα ανάρπαστα, και ανατυπώθηκε σε 7.000 ακόμα που πουλήθηκαν την ίδια μέρα, σε μια Αθήνα μάλιστα με πληθυσμό 65.000 κατοίκων από τους οποίους πολλοί ήταν αναλφάβητοι!
Η «Εφημερίς των Κυριών», ο απόλυτος πρόδρομος της φεμινιστικής κίνησης στην Ελλάδα, συντέλεσε στη δημιουργία της πρώτης σοβαρής γυναικείας οργάνωσης στη χώρα μας, με τη σύσταση της Ενώσεως των Ελληνίδων, η οποία δημιούργησε την πρώτη οικοκυρική και επαγγελματική σχολή στην Αθήνα. Η Παρρέν απαιτούσε από τις στήλες της εφημερίδας της να επιτραπεί η είσοδος των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και μάζευε υπογραφές από σημαντικές προσωπικότητες του τόπου. Το αίτημά της αυτό με τις 2.850 γυναικείες υπογραφές θα ικανοποιηθεί μάλιστα σχετικά γρήγορα από την κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, προσυπογράφοντας την πρώτη προσωπική της νίκη κόντρα στο αντρικό κατεστημένο. Αν και το δεύτερο σκέλος του ισόβιου αγώνα της, η γυναικεία ψήφος, θα έπρεπε να περιμένει αρκετές δεκαετίες ακόμα ώστε να ωριμάσει η ελληνική κοινωνία.
Η φαλλοκρατία αναδιπλώθηκε ωστόσο σύντομα και πέρασε στην αντεπίθεση με σχόλια ειρωνικά, υβριστικά, ακόμα και απειλητικά κατά της Πρενάρ (που από το τρίτο τεύχος της εφημερίδας υπέγραφε με το πραγματικό της όνομα πια), την οποία χαρακτήριζαν επικίνδυνη και αναρχική! «Θα την συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας. Έχω και μάννα και αδελφήν άγαμον», έγραφε ο διευθυντής της εφημερίδας «Επιθεώρησις», την ίδια ώρα που ο διευθυντής της «Ακρόπολης» συμπλήρωνε: «Αι γυναίκες είναι πετεινόμυαλαι και ελαφραί. Δεν αξίζει τον κόπον να ασχοληθώμεν».
Στις πολεμικές αντιδράσεις των αντρών προστέθηκε από την αρχή ο λόγος του Εμμανουήλ Ροΐδη, ο οποίος αρεσκόταν στις υποτιμητικές εκτιμήσεις για τον ρόλο της γυναίκας, υποστηρίζοντας πως οι κυρίες που εξασκούν ανδρικά επαγγέλματα (όπως αυτά του γιατρού, του δικηγόρου και του δημοσιογράφου) αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας και ότι μόνο δύο δουλειές αρμόζουν στις γυναίκες: η νοικοκυρά και η εταίρα. Η Παρρέν δεν μασούσε τα λόγια της και του απαντούσε από τις στήλες της εφημερίδας ότι δεν έχει ιδέα από γυναίκες, χαρακτηρίζοντάς τον ξοφλημένο φύλακα άγγελο του παλαιού καθεστώτος αλλά και σωστό αναχρονισμό!
Το φωτισμένο πνεύμα της θα βρει ωστόσο θαυμαστές και υπερασπιστές, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που θα δηλώσει δημόσια: «Η συντροφιά σου είναι πολύτιμη. Το ήθος σου, η τόλμη και η γραφή σου θαύμα. Εύγε σου Δέσποινα της φιλαλληλίας και της προόδου. Στηρίζω τους αγώνες σου, των γυναικών τους αγώνες με όλη μου τη δύναμη». Μαζί της συντάχθηκε και ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος της αφιέρωσε ένα ποίημα: «Χαίρε γυναίκα / εσύ Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα / να η ώρα σου! / Τα ωραία σου φτερά δοκίμασε κι ανέβα / και καθώς είσαι ανάλαφρη / και πια δεν είσαι σκλάβα / προς τη μελλούμενη αγία γη πρωτύτερα / εσύ τράβα / κι ετοίμασε τη νέα ζωή /, μιας νέας χαράς / υφάντρα / και ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί / τον άντρα /και πλάσε τον Πρωτοπλάστη».
Η Παρρέν εξέδιδε το επαναστατικό έντυπό της για 30 ολόκληρα χρόνια, κάτι που την καθιέρωσε στο συγγραφικό και εκδοτικό στερέωμα. Η «Εφημερίς των Κυριών» ανέστειλε την έκδοσή της τον Νοέμβριο του 1917 καθώς η εκδότρια μπλέχτηκε στη δίνη των πολιτικών εξελίξεων: η Καλλιρρόη Παρρέν εξορίζεται στην Ύδρα «διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της», καθώς ήταν φανατική μοναρχική και αντιβενιζελική. Εκεί θα ζήσει μέχρι τον Νοέμβριο του 1918, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση τον δικό της αγώνα…
Η σκληροπυρηνική σουφραζέτα με το ευρύτατο κοινωνικό έργο
Η πολυγραφότατη Καλλιρρόη Παρρέν άφησε κληρονομιά ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, με σημαντικότερο ίσως έργο την τρίτομη «Ιστορία της γυναικός» («Η χειραφετημένη» το 1900, «Το νέον συμβόλαιον» το 1902 και το τρίπρακτο δράμα «Η νέα γυναίκα» το 1907, το οποίο ανέβηκε μάλιστα την ίδια χρονιά στο θέατρο από τη μεγάλη Μαρίκα Κοτοπούλη).
Αν και το τεράστιο φεμινιστικό της έργο δεν εξαντλείται στις σελίδες των βιβλίων της, καθώς η Παρρέν ήταν ζωντανό κύτταρο του ευρωπαϊκού φεμινισμού και μια από τις πιο ακατάβλητες μορφές του. Συμμετείχε ενεργά σε διεθνή γυναικεία συνέδρια ανά τον κόσμο (στο Παρίσι το 1889, το 1891, το 1896, το 1914 και στο Σικάγο το 1893), εκπροσωπώντας τη χώρα μας, την ίδια ώρα που πραγματοποίησε σημαντικό έργο υπέρ της γυναικείας προστασίας και εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ιδρύοντας τις πρώτες προνοιακές δομές για τη γυναίκα, με στόχο «την παροχή ηθικής προστασίας και περιθάλψεως των υπηρετριών και εργατίδων, αίτινες στερούνται εργασίας και ευρίσκονται μακράν των γονέων και συγγενών των».
Η Παρρέν ίδρυσε τη Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίδων το 1890, το Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης το 1895, την Ένωσιν υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών και το Άσυλον των Ανιάτων το 1896, αλλά και το Λύκειον των Ελληνίδων το 1911, που ήταν και η μεγαλύτερη στιγμή του εκπαιδευτικού και πολιτιστικού της έργου. Το Λύκειον των Ελληνίδων, ξεκινώντας κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, αποσκοπούσε στην καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση των παραδοσιακών χορών του τόπου μας και η πλούσια δράση του έκλεισε πρόσφατα τον έναν αιώνα δράσης.
Το 1921, πάλι με δική της πρωτοβουλία, πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα το Α’ Εθνικό Γυναικείο Συνέδριο και η Α’ Οικοκυρική και Βιοτεχνική Έκθεση. Τον ίδιο χρόνο, η Παρρέν πρωτοστάτησε και πάλι στη συγκέντρωση υπογραφών γνωστών Ελληνίδων προς την κατεύθυνση της γυναικείας ψήφου, πείθοντας ακόμα και τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη να τοποθετηθεί θετικά. Η συμβολή της στην κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες μετρούσε ήδη από το 1895, όταν απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό Χ. Τρικούπη αξιώνοντας την κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Αν και αυτός ο αγώνας της θα καρποφορούσε πολύ μετά τον θάνατό της και η Παρρέν έφυγε από τον κόσμο με το παράπονο να μη δει τη γυναικεία χειραφέτηση να γίνεται πραγματικότητα στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Στα ύστερα αυτά χρόνια της ζωής της, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη λογοτεχνία, στο πλαίσιο πάντοτε του φεμινιστικού της αγώνα, και η Παρρέν έγραψε πλήθος μυθιστορημάτων, θεατρικών, ιστορικών και ταξιδιωτικών έργων, παραμένοντας ωστόσο μια πένα στρατευμένη στη μάχη της γυναικείας χειραφέτησης. Η οποία αποτέλεσε εξάλλου και τον μεγάλο στόχο της ταγμένης ζωής της.
Η Καλλιρόη Παρρέν άφησε την τελευταία της πνοή στις 15 Ιανουαρίου 1940 χτυπημένη από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Πριν να συμβεί βέβαια αυτό, είχε τιμηθεί με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Β’ (1936) και το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το έργο της αναγνωρίστηκε τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, με πλήθος μεταφράσεων των πεζογραφημάτων και της δραματουργίας της. Ήταν μια γυναίκα που έζησε και πάλεψε για τη γυναίκα, αλλάζοντας στην πορεία τη μοίρα της γυναίκας. Η Παρρέν ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, ως αναγνώριση της προσφοράς της στο έθνος…