Η Villa Charisma βρίσκεται πάνω από έναν απομονωμένο κολπίσκο στην…
Θεσσαλία: Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα των Καραγκούνηδων (ΦΩΤΟ)
Πλούσιος σε αγαθά ο θεσσαλικός κάμπος . Από άκρη σε άκρη παράγονται και φτάνουν σε εμάς όλα τα περισσότερα από τα πολύτιμα προϊόντα της ελληνικής γης που φτάνουν στο τραπέζι μας. Τα ποτιστικά σιτάρι, βαμβάκι, καλαμπόκι, ντομάτα, τεύτλα και τα ξηρικά, Βίκο, μπιζέλι, τριφύλλι, όσπρια, φακές, ρεβίθι, και τα ακρόδρυα δεντρά, καρυδιά, αμύγδαλα.
Οι άνθρωποι του ζεστοί και φιλόξενοι. Η ιστορία των θεσσαλικών πόλεων και χωριών φτάνει στα χρόνια της τουρκοκρατίας κι ακόμα πιο πίσω: στα χρόνια της αρχαιότητας.
Ένας τόπος με τόσο μεγάλη ιστορία δεν θα μπορούσε να μην έχει μακρές παραδόσεις και έθιμα που φτάνουν πολύ πίσω στο χρόνο . Τα Χριστούγεννα στην Θεσσαλία έχουν ξεχωριστό άρωμα.
Η Βάσω Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια τοπικής ιστορίας-Α’ Γραμματέας Αμφικτιονίας Θεσσαλών Καραγκούνηδων, μιλώντας στο ΑΠΕ, μας πάει ένα ταξίδι στην ιστορία και στα χριστουγεννιάτικα έθιμα των Καραγκούνηδων της Θεσσαλίας. Για να τα δούμε:
«Ζώντας τα πρώτα χρόνια της ζωής μου», σημειώνει χαρακτηριστικά η κ. Κοζιού, «σε ένα αμιγώς καραγκουνοχώρι, την Κρανιά Καρδίτσας, βίωσα πολλά από τη ζωή των καραγκούνηδων. Αργότερα ως ιδρυτικό μέλος και Α’ Γραμματέας της Αμφικτιονίας των Θεσσαλών Καραγκούνηδων μέσα από τα καραγκούνικα ανταμώματα, τα πανελλήνια συνέδρια, τις ημερίδες και τα εργαστήρια που πραγματοποιήσαμε σε διάφορες πόλεις της Θεσσαλίας γνώρισα περισσότερα για αυτή την πληθυσμιακή ομάδα η οποία διατήρησε την ελληνική γλώσσα και πολλά από τα ήθη, τα έθιμα και δρώμενα που οι ρίζες τους ακουμπούν στην αρχαιότητα».
Και προσθέτει: «Βαθιά θρησκευόμενοι αλλά και πιστοί σε διάφορες μαγικές τελετουργίες οι καραγκούνηδες ζούσαν έντονα το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη. Οι καραγκούνες νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους, φουκάλιζαν (σκούπιζαν) τη ρούγα και έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια. Πρωί- πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων ζύμωναν τις αυγοκλούρες για τα παιδιά της οικογένειας και τα παιδιά που θα τους έλεγαν τα κάλαντα, καθώς και τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα του σπιτιού με τις σταφίδες και τα σύκα και ετοίμαζαν την παραγεμιστή κότα με ρύζι, σύκα, σταφίδες, τα εντόσθια της κότας και κομματάκια από πρόσφορο για να είναι ευλογημένο το χριστουγεννιάτικο τραπέζι».
Ξημερώματα, συνεχίζει η κ. Κοζιού, της ημέρας των Χριστουγέννων χτυπούσε η καμπάνα και όλη η οικογένεια ντυμένη με τα καλά της και καθαρή στην ψυχή και στο σώμα, αφού όλα τα μέλη της νήστευαν, ξεκινούσε για την εκκλησία. Πολύ τυχερός και ευλογημένος θεωρείτο, όποιος προλάβαινε να χτυπήσει την καμπάνα με τον γνωστό χαρμόσυνο ήχο που έστελνε το μήνυμα της γέννησης του Χριστού. Μετά τη θεία μετάληψη και το τέλος της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας οι χριστιανοί έλεγαν μεταξύ τους τα χρόνια πολλά και οι γυναίκες μέσα και έξω στην εκκλησία μοίραζαν κομμάτια ζυμωτής, φρεσκοψημένης και μοσχομυριστής κουλούρας και κομμάτια τηγανισμένου κοτόπουλου για τις ψυχές των πεθαμένων.
«Το μεσημέρι ανήμερα, των Χριστουγέννων απολάμβαναν την ολόζεστη σούπα και την παραγεμισμένη κότα ή γαλοπούλα και τη χοιρινή τηγανιά, αν η γουρνουχαρά είχε προηγηθεί, και αντάλλαζαν ευχές. Με το φαγητό και το κρασάκι ερχόταν και το κέφι με τα τραπεζιάτικα τραγούδια. Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν ξεστρώνονταν εκείνη τη μέρα ούτε έβγαζαν τα γιορτινά τους, γιατί πίστευαν ότι μαζί τους ήταν και ο Χριστός και ήθελαν να ζήσουν όσες περισσότερες ώρες μπορούσαν μαζί του και να τον τιμήσουν. Το βράδυ οι άνδρες επισκέπτονταν τα σπίτια που γιόρταζαν και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι αργά», λέει η ερευνήτρια.
Τη δεύτερη ή Τρίτη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια των καραγκούνηδων ήταν επί ποδός, γιατί είχαν την γουρνοχαρά. Το σφάξιμο και το συμμάζεμα του γουρουνιού ήταν μια ιεροτελεστία. Από νωρίς το πρωί 4-5 άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες, συνήθως συγγενείς ή φίλοι των νοικοκύρηδων, κατέφταναν στο σπίτι για να βοηθήσουν, γιατί μια μόνη οικογένεια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όλα τα σύνεργα για το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν έτοιμα, εξηγεί η κ. Κοζιού, από την προηγούμενη μέρα, για να προσθέσει: «Τα καλοτροχισμένα μαχαίρια και τσεκούρια για το σφάξιμο, τα κοκκαλάρια για το γέμισμα των λουκάνικων, η τάβλα όπου θα έκοβαν το κρέας και τα πράσα για τον ζαϊρέ των λουκάνικων, οι κατσαρόλες για το καυτό νερό όπου βουτούσαν το κεφάλι και τα πόδια για να τα μαδήσουν και το μεγάλο καλογανωμένο καζάνι, όπου έλιωναν τον παστό για να πάρουν τη λίπα και τις τσιγαρίδες, που πολλές νοικοκυρές τις ανακάτευαν με πράσα αλάτι και διάφορα μυρωδικά και τις διατηρούσαν σε πιθάρια για πολύ καιρό. Νοστιμάτατος μεζές οι τσιγαρίδες μέχρι να στεγνώσουν τα λουκάνικα, που τα κρεμούσαν κατάματα στον ήλιο κάτω από την αστρέχα του σπιτιού».
Η νοικοκυρά ακολουθώντας τις παραδοσιακές συνήθειες των προγόνων της, όταν έσφαζαν το γουρούνι, έπαιρνε μια φτιαριά κάρβουνα, έριχνε το θυμίαμα και το έδινε στον αφέντη του σπιτιού ο οποίος, αφού θυμιάτιζε όλους τους παραβρισκόμενους, το έριχνε στον λαιμό του γουρουνιού. Πίστευαν με αυτόν τον τρόπο πως θα έχουν την ευλογία του Χριστού και θα έδιωχναν μακριά τους καρκάτζαλους (καλλικάντζαρους) ου μαγάριζαν το κρέας και τα άλλα φαγώσιμα.
«Έχω έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου τη γιαγιά μου Βασιλική και τη μάνα μου Σταυρούλα που έριχναν κάθε βράδυ στη φωτιά αλάτι και θυμιάμα κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, για να κρατήσουν μακριά από το σπίτι μας τους καλικάντζαρους», τονίζει και συνεχίζει: «Μόλις τελείωνε το συμμάζεμα του γουρουνιού οι άνδρες και οι γυναίκες έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι άνδρες όμως με τα καλά τους ρούχα ξαναγύριζαν στο σπίτι που είχε τη γουρνοχαρά και εκεί στήνονταν ένα πλούσιο τραπέζι με τυρόπιτες, τηγανιά, ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, κρασί από το αμπέλι και τραγούδι μέχρι αργά το βράδυ. Πάντως η ίδια σημειώνει, πως πρώτος ο νοικοκύρης, για να τιμήσει τους φιλοξενούμενους, άρχιζε το παρακάτω τραγούδι:
Απόψε στο σπιτάκι μου έχω χαρά μεγάλη
τον άγγελό μου φίλευα και το Χριστό κερνούσα
και την κυρά την Παναγιά τη σταυροπροσκυνούσα,
να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου».
Το τραγούδι, το γλέντι και ο χορός συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ με κύριους πρωταγωνιστές συνήθως τους άνδρες και τη νοικοκυρά όρθια στην πόρτα έτοιμη να γεμίσει ξανά το τραπέζι με μεζέδες και τις κανάτες με κρασί. Αργά το βράδυ το γλέντι διαλυόταν και η ίδια παρέα έδινε το ραντεβού της για την επόμενη γουρνουχαρά στο σπίτι κάποιου άλλου της παρέας. Με τις γουρνουχαρές, το φαγοπότι και τα τραγούδια οι καραγκούνηδες γλεντούσαν με την ψυχή τους τις μέρες των Χριστουγέννων περιμένοντας την Πρωτοχρονιά και τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Βασιλείου.
Τον εορτασμό των Χριστουγέννων με τις γουρνουχαρές, τα γλέντια, τα τραγούδια και τους χορούς τον σταμάτησε απότομα ο πόλεμος του 1940 και η κατοχή και αργότερα ο εμφύλιος. Όταν όλα αυτά τελείωσαν, οι Καραγκούνηδες επανήλθαν στον παλιό εορτασμό των Χριστουγέννων αλλά έλειπε ο ενθουσιασμός, έλειπαν και τα χρήματα, καταλήγει η ίδια.